17/5/24

Αναστολή - Ντίνος Χριστινόπουλος

 Ὅ,τι ὀνειρεύτηκα τόσα καὶ τόσα βράδια,

ὅ,τι πεθύμησα μὲ τόση ἀλλοφροσύνη,

ὅ,τι σχεδίασα μὲ τόσο πυρετό,

μόλις σὲ δῶ, γλυκιά μου ἐξουθένωση,

στὰ μάτια καὶ τὰ χείλη τὸ ἀναστέλλω,

γιὰ μία στιγμὴ πιὸ ἀπελπισμένη τὸ ἀναβάλλω,

γιατί μονάχα ὅταν τὰ χέρια μου σὲ χάνουν,

ἡ πονεμένη φαντασία μου σὲ κερδίζει.


(ἀπὸ τὴ Συλλογή: «Ξένα Γόνατα») 

10/5/24

Το κέρδος της απώλειας - Λένα Παππά

 Κάτι, για να το χάσεις

πρέπει κάποτε να το είχες.

Κι αν κάποτε το είχες και τώρα όχι πια

πλούσιος από την ανάμνησή του πάλι μένεις

αφού και το χαμένο κάποτε ήταν κερδισμένο.


Αλλοίμονο από κείνους που ποτέ

δεν έχουν χάσει τίποτε

που τίποτε να χάσουνε δεν έχουνε

σ’ αυτόν τον κόσμο.

5/5/24

Περιστατικὰ Γ´ - Γιώργος Σεφέρης

 Χωρὶς χρῶμα, χωρὶς σῶμα

τούτη ἡ ἀγάπη ποὺ πηγαίνει
σκορπισμένη, μαζεμένη,
σκορπισμένη πάλι-πάλι,
κι ὅμως σφύζει κι ὅμως πάλλει
στὴ δαγκωματιὰ τοῦ μήλου
στὴ χαραγματιὰ τοῦ σύκου
σ᾿ ἕνα βυσσινὶ κεράσι
σὲ μιὰ ρώγα ἀπὸ ροδίτη
τόση ἀνάερη Ἀφροδίτη,
θὰ διψάσει θὰ κεράσει
ἕνα στόμα κι ἄλλο στόμα
χωρὶς χρῶμα, χωρὶς σῶμα.

25/2/24

Επιτύμβιο - Κική Δημουλά

 «Κάθε φιλί που δίνεται, μα κάθε ανεξαιρέτως 

ένα τοις εκατό αποτελείται

από αιωνιότητα

κι όλο το άλλο από τον κίνδυνο

να ’ναι το τελευταίο».

Αλλά και τελευταίο

ακόμα πιο φιλί θα λέγεται όσο καιρό τουλάχιστον

θα το τραβολογάνε

η μνήμη από τη μια μεριά

η λήθη από την άλλη

η καθεμιά δικό της θεωρώντας το

ώσπου ο δίκαιος Σολομών

για να φανεί ποιανής δικό της είναι

στη μέση θ’ απειλήσει να το κόψει

μισό να πάρει η μια μισό η άλλη

κι όποια απ’ τις δυο κάθε φορά

-ποτέ δεν είναι η ίδια-

ουρλιάξει μη.

Κάθε φιλί

αποτελείται εξολοκλήρου από τον κίνδυνο

να ’ναι το τελευταίο.


Διαρκές είναι μόνο

εκείνο το φιλί που ουδέποτε εδόθη.

Σοφές, ειρηνικά το νέμονται

η αναμονή και η παραίτηση

άνθη αντίπαλα οι δυο τους

σε κοινό συμβιβασμένο ανθοδοχείο

κενοτάφιο στολίζουν.»

11/2/24

Έτη φωτός Τίτος Πατρίκιος

 Οι απέραντες εκτάσεις μετρημένες

μ’έτη φωτός, δε μου λένε τίποτα.

Εσύ ήσουνα λίγα μέτρα μακριά

και δεν μπορούσα

να σ’αγγίξω

σαν απλησίαστο απλανή αστέρα.

20/12/23

Γράμμα - Κική Δημουλά

 Ὁ ταχυδρόμος,

σέρνοντας στὰ βήματά του τὴν ἐλπίδα μου

μοῦ ῾φερε καὶ σήμερα ἕνα φάκελο

μὲ τὴ σιωπή σου.

Τὸ ὄνομά μου γραμμένο ἀπ᾿ ἔξω μὲ λήθη.

Ἡ διεύθυνσή μου ἕνας ἀνύπαρκτος δρόμος.

Ὅμως ὁ ταχυδρόμος

τὸν βρῆκε ἀποσυρμένο στὴ μορφή μου,

κοιτώντας τὰ παράθυρα ποὺ ἔσκυβαν μαζί μου,

διαβάζοντας τὰ χέρια μου

ποὺ ἔπλαθαν κιόλας μιὰ ἀπάντηση.

Θὰ τὸν ἀνοίξω μὲ τὴν καρτερία μου

καὶ θὰ ξεσηκώσω μὲ τὴ μελαγχολία μου

τ᾿ ἄγραφά σου.

Κι αὔριο θὰ σοῦ ἀπαντήσω

στέλνοντάς σου μιὰ φωτογραφία μου.

Στὸ πέτο θὰ ἔχω σπασμένα τριφύλλια,

στὸ στῆθος σκαμμένο

τὸ μενταγιὸν τῆς συντριβῆς.

Καὶ στ᾿ αὐτιά μου θὰ κρεμάσω-συλλογίσου-

τὴ σιωπή σου.

17/12/23

Γη των απουσιών - Κική Δημουλά

 Τώρα θὰ κοιτάζεις μία θάλασσα.


Ἡ διάθεση νὰ σὲ ἐντοπίσω

στὴ συστρεφόμενη ἐντός μου γῆ τῶν ἀπουσιῶν

ἔτσι σὲ βρίσκει:

πικρὴ παραθαλάσσια ἀοριστία.


Ἐκεῖ δὲν ἔχει ἀκόμα νυχτώσει

κι ἂς νύχτωσε τόσο ἐδῶ

τῶν τόπων οἱ κρίσιμες ὧρες

σπάνια συμπίπτουν.

Κάτι σὰν φῶς καὶ οὔτε φῶς,

ἡ ὥρα τοῦ ἑαυτοῦ σου ἔχει πέσει.


Χορεύουν φύκια

κάτω ἀπ᾿ τὸ τζάμι τοῦ νεροῦ.

Τὰ ρηχά, ἔχουν κι αὐτὰ

τὰ βάσανά τους καὶ τὰ γλέντια τους.


Τώρα θὰ ἔχουν λύσει τὰ μαλλιά τους

οἱ ἁγνὲς ἡσυχίες τριγύρω

μὲ τὴ σιωπή σου θὰ τὶς κάνεις

γυναῖκες σου ἐκπληρωμένες.

Ξαπλώνουν δίπλα σου.

Ἡ σκέψη σου στερεώνει σκαλοπάτια στὸν ἀέρα

κι ἀνεβαίνει. Σὲ κρατάει στὸ ράμφος της.

Ποῦ ξέρω ἐγὼ τὰ εὐαίσθητα σημεῖα τοῦ πελάγους

γιὰ νὰ σὲ καταλάβω;


Θὰ κοιτάζεις μία ἔρημη θάλασσα.

Τὸ βλέμμα σου δὲν παραλλάζει

ἀπὸ πλαγιὰ ποὺ γλυκὰ

καὶ μ᾿ ἀνακούφιση σκουραίνει

κατρακυλώντας μὲς στὴν ἀπομάκρυνση.

Ἀναπνέεις μὲ τὸ στέρνο τῶν μακρινῶν ἠρεμιῶν,

ποὺ ἔχω γι᾿ αὐτὲς διαβάσει

στοὺς πολύτομους κόπους ποὺ ἔδεσα.

Σ᾿ ἕνα ἀβαθῆ σου στεναγμὸ βούλιαξε ἕνα βαπόρι.

Δὲν θὰ ἤτανε βαπόρι. Θὰ ἤτανε σκιάχτρο

στὰ ὑγρὰ περβόλια τῆς φυγῆς

νὰ μὴν πηγαίνουν οἱ διαθέσεις

νὰ τὴν τσιμπολογᾶνε.


Ἡ τερατώδης τοῦ πελάγους δυνατότητα,

ἡ κίνηση τοῦ πλάτους,

φθάνει στὰ πόδια σου ἀφρός,

ψευτοεραστὴς στὰ πρῶτα βότσαλα.

Τοὺς σκάει ἕνα φιλὶ καὶ ξεμεθάει.


Τώρα, θὰ σοῦ ἔχουν πεῖ ὅ,τι εἶχαν νὰ σοῦ ποῦν

Οἱ ἀναδιπλώσεις τῶν κυμάτων

καὶ θὰ ἐπιστρέφεις κάπου.

Θὰ παίρνεις κάποιο χωματόδρομο,

μιὰ ἄλλη ἅπλα,

ἀλλοῦ γυμνὴ κι ἀλλοῦ ντυμένη μὲ βλάστηση.


Ἡ σκέψη σου, μετὰ ἀπὸ τόση θάλασσα,

κατέβηκε ἀπὸ γλάρος,

βάζει τὸ δέρμα τῆς προσαρμογῆς καὶ χάνεται.

Ὅπου εἶναι θάμνος, πράσινη

ὅπου σκοτεινό, σκοτεινή.

Ἐκεῖ ποὺ οἱ καλαμιὲς σπέρνουν ψιθύρους,

ψιθυριστή,

ὅπου περνάει ρίζα, ριζωμένη

ὅπου κυλάει ρυάκι, ρέουσα

κι ὅπου δαγκώνει ἡ πέτρα, πέτρινη.


Στὴν ψυχή σου δὲν φθάνει κανεὶς

οὔτε διὰ ξηρᾶς οὔτε διὰ θαλάσσης.


Αὐτὸ τὸ δισκίο,

τὸ ἀκουμπισμένο στὸ μαῦρο ἀτμοσφαιρικὸ τραπέζι,

ποὺ τὸ περνᾷς κι ἐσύ, ὅπως κι οἱ ἄλλοι, γιὰ φεγγάρι,

ἄσ᾿ το, δὲν εἶναι φεγγάρι.

Εἶναι τὸ βραδινό μου χάπι

τὸ ψυχοτρόπο.