14/2/25

Έρωτας δι'αλληλογραφίας - Γιώργος Σεφέρης

 Σ’ αγαπώ (μου επιτρέπεις;) 

και τίποτα δε μπορεί να σταματήσει αυτή την αγάπη 

εκτός από σένα, 

και πάλι είναι ζήτημα.

Έρωτας δι' αλληλογραφίας, 

Γ. Σεφέρης, 

Γράμματα στη Μαρώ



7/2/25

Ἡ λυπημένη - Γιώργος Σεφέρης

 Στὴν πέτρα τῆς ὑπομονῆς

κάθισες πρὸς τὸ βράδυ
μὲ τοῦ ματιοῦ σου τὸ μαυράδι
δείχνοντας πὼς πονεῖς·

κι εἶχες στὰ χείλια τὴ γραμμὴ
ποὺ εἶναι γυμνὴ καὶ τρέμει
σὰν ἡ ψυχὴ γίνεται ἀνέμη
καὶ δέουνται οἱ λυγμοί·

κι εἶχες στὸ νοῦ σου τὸ σκοπὸ
ποὺ ξεκινᾶ τὸ δάκρυ
κι ἤσουν κορμὶ ποὺ ἀπὸ τὴν ἄκρη
γυρίζει στὸν καρπό·

μὰ τῆς καρδιᾶς σου ὁ σπαραγμὸς
δὲ βόγκηξε κι ἐγίνη
τὸ νόημα ποὺ στὸν κόσμο δίνει
ἔναστρος οὐρανός.

31/1/25

Ροτόντα - Χλόη Κουτσουμπέλη

 Ροτόντα

Μεσημέρι προς βράδυ.

Ψιχαλίζει μικρά πουλιά.

Δεν με αγγίζεις.


Είσαι ολόκληρος μέσα  μου.

24/1/25

Ο Λύκος - Χλόη Κουτσουμπέλη

 Τρώγαμε ήσυχα την σούπα μας

αυτός κι εγώ,

οι δυο μας, μόνοι.

Έξω χιόνι, μέσα σιωπή.

Ένα ρολόι ρυθμικά θάβει τον χρόνο.

Ξάφνου ακούγεται ουρλιαχτό

και έξω από το τζάμι

βλέπω να χάσκει

το στόμα ενός λύκου

σάλια και αίμα.

Πίσω από το γυαλί

ακούω την ανάσα να κοχλάζει

μυρίζω την λαχτάρα του.

Πριν ο άντρας προλάβει να αντιδράσει,

ένα προς ένα πετάω όλα μου τα ρούχα

την πόρτα ανοίγω

και αφήνομαι γυμνή 

να με ξεσκίσει.

17/1/25

Το παιδί με τη σάλπιγγα - Νικηφόρος Βρεττάκος

 Ἂν μποροῦσες νὰ ἀκουστεῖς

θὰ σοῦ ἔδινα τὴν ψυχή μου

νὰ τὴν πᾶς ὡς τὴν ἄκρη τοῦ κόσμου.

Νὰ τὴν κάνεις περιπατητικὸ ἀστέρι ἢ ξύλα

ἀναμμένα γιὰ τὰ Χριστούγεννα-στὸ τζάκι τοῦ Νέγρου

ἢ τοῦ Ἕλληνα χωρικοῦ. Νὰ τὴν κάνεις ἀνθισμένη μηλιὰ

στὰ παράθυρα τῶν φυλακισμένων. Ἐγὼ

μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχω ὡς αὔριο.

Ἂν μποροῦσες νὰ ἀκουστεῖς

θὰ σοῦ ἔδινα τὴν ψυχή μου

νὰ τὴν κάνεις τὶς νύχτες

ὁρατὲς νότες, ἔγχρωμες,

στὸν ἀέρα τοῦ κόσμου.


Νὰ τὴν κάνεις ἀγάπη.

10/1/25

Αυτόβιογραφια - Νικηφόρος Βρεττάκος

 Μεταφέρω ἀπὸ τόπο σὲ τόπο

τὴ λύπη μου, αὐτὸ τὸ καλύβι

μὲ τὰ ἐλάχιστα πράγματα:

τὰ χαρτιά, τὶς μνῆμες, τὶς πέννες μου.

Τὸ πιὸ μεγάλο μου ἀπ᾿ ὅλα

τὰ πράγματα, μὲς

στὸν ἄδειο μου χῶρο,

εἶναι τὰ χέρια μου. 

3/1/25

Αλχημεία - Χλόη Κουτσουμπέλη

Πρώτα την ύλη, αρχέγονη.

Φωτιά, νερό, αέρα, χώμα.

Ύστερα κορμί, όχι όμως οποιοδήποτε.

Προσοχή στον πόνο.

Ένα κουταλάκι την ημέρα αρκεί.

Αλάτι ας έχει άφθονο,

αλυκή από χρόνο νεκρό.

Πολύ πικρό, δεν πρέπει νάναι

ούτε όμως και πολύ ζαχαρωμένο

από σιρόπι ψευδαισθήσεων.

Καλύτερα γλυκόπικρο,

σαν επαφή που έμεινε ανέπαφη,

σαν όνειρο που έπαψε να ονειρεύεται,

σαν ένα κορμί που αστραπιαία

συνάντησες σε ξέστρωτο κρεβάτι,

ενώ το μόνο που ήθελες

ήταν το χάδι στα μαλλιά.

Ύστερα το καίμε


σε δυνατή φωτιά,


ενώ συγχρόνως προσποιούμαστε πως ζούμε


(στο μεταξύ η ψυχή είναι ακόμα ζωντανή


και σπαρταράει στο βραστό νερό)


και κάπου σʼ ένα σύμπαν μακρινό


ένα μικρό παιδί


κοιτάζει έξω από το τζάμι τις νιφάδες


που το χωρίζουν απʼ τον κόσμο.


Και τότε ξαφνικά και μαγικά,


η σάρκα μετατρέπεται σε ποίημα.