Δεν ήξερε αν ήταν μικρόβιο ή αόρατος κακοποιός, ή ακόμη τίποτε άλλο. Επίστευε όμως ότι ο Χρόνος υπήρχε στο διάστημα. Είχε αρκετές αποδείξεις.
Κάποτε, σ' ένα μακρινό ταξίδι του, το βαπόρι πέρασε από το λιμάνι μιας επαρχιακής πόλεως όπου είχε ζήσει μικρός. Εβγήκε έξω, θέλοντας να θυμηθεί την παιδική του ζωή. Ήταν Κυριακή. Στην πλατεία η μπάντα έπαιζε κάποια ιταλική όπερα. Ο κόσμος έκανε βόλτες ή καθόταν στο καφενείο. Τα παιδιά, όσα δεν έτρεχαν, παρακολουθούσαν τις κινήσεις του αρχιμουσικού. Μια μακαριότης επλανάτο πάνω σ' όλα.
Είδε το πατρικό του σπίτι. Τον κήπο. Την ταράτσα, που ανέβαινε για να απλώσει τους αετούς, ή για να κηρύξει πετροπόλεμο, δένοντας βιαστικά βιαστικά χάρτινες σημαιούλες.
Τίποτε δεν άλλαξε. Οι καρέκλες του ζαχαροπλαστείου σε τρεις σειρές, όπως και τότε. Ακόμα και η πλάκα που πατούσε ήταν ίδια. Όλα ήταν τα ίδια. Μόνο που είχαν μικρύνει. Είχαν απελπιστικά μικρύνει. Είχαν χάσει το ένα τρίτο του όγκου τους. Αλλά αυτό έγινε συμμετρικά, κ' έτσι οι άνθρωποι που κάθονταν ακίνητοι και σιωπηλοί, σαν απόντες, γύρω στα μαρμάρινα τραπέζια, και τα κορίτσια, πιο πέρα, με τις φωτεινές γραμμές της σιλουέτας τους, υψωμένες παράλληλα προς το νερό του αναβρυτηρίου, και οι δυο γέροι, σ' ένα μπαλκόνι, με τις θαμπές, αμφίβολες γραμμές, των χαρακτηριστικών τους, και οι μουσικοί, και ο αρχιμουσικός ακόμα, που ενόμιζε ότι κρατούσε με τη μπαγκέτα του το Χρόνο, δεν είχαν τίποτε αντιληφθεί. Ο Χρόνος όμως εδούλευε ελεύθερα ανάμεσα τους, τρώγοντας κάθε στιγμή κάτι από τη φτωχή τους ύπαρξη.
Έμεινε εκεί αρκετή ώρα, αφηρημένος, σα να περίμενε τους μικρούς του φίλους. Για να συνέλθει χρειάστηκε ένα στριγγό σφύριγμα. Το καράβι έφευγε,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου