11/5/25

Ίνα πληρωθή το ρηθέν… - Τάσος Λειβαδίτης

 Ήμουν τόσο λυπημένος,

που οι άγγελοι μου τραγουδούσαν στον ουρανό,

άρχιζα τότε να τραγουδάω κι εγώ

για να μην καταλάβουν οι γείτονες,

έτσι απέκτησα τη φήμη ξένοιαστου ανθρώπου

εξάλλου ο ρόλος μου πάντα ήταν να κρατάω ξύπνιο αυτό

το ηλίθιο φάντασμα μιας παλιάς ευτυχίας,

και καμιά φορά η μητέρα με ρωτούσε δακρυσμένη

“γιατί σ’ αρέσει να ταπεινώνεσαι;”

“θέλω να καταλάβω, μητέρα“.


Και κάθε τόσο απ’ το μεγάλο ρολόι του τοίχου

ακούγονταν οι θλιβεροί ήχοι των επιζώντων

στο ίδιο σπίτι μέναμε πολλοί:

ο γέρος με το φλάουτο

ένας τρελός χωρίς ηλικία

ένα φάντασμα απ’ την Οδησσό

εγώ με τα χειρόγραφά μου εγκαταλελειμμένα στον

ουρανό –

τ’ απογεύματα κάθομαι στο παράθυρο και κοιτάζω

ν’ ανάβουν ένα ένα τ’ άστρα

έτσι έμαθα την πικρή μοίρα των θνητών.


Μεγάλα όνειρα της νιότης μας, δεν

πραγματοποιηθήκατε ποτέ

όμως εσείς είναι που δώσατε αυτό το βάθος στη ματαιότητα,

ενώ η μητέρα κλειδωνόταν στην κάμαρα κι έκλαιγε σιωπηλά –

νευρασθένεια, έλεγαν οι γιατροί, όμως εγώ ήξερα ότι

είχαν περάσει τα χρόνια

κι έπρεπε τώρα να κλάψει και για εκείνα που δεν έγιναν ποτέ

κι ίσως αυτά να ήταν η αληθινή ζωή μας.


Αλλά κι όταν τελειώνει η μέρα, γίνεται άξαφνα μια

παράξενη ησυχία από πολλά πράγματα που ξεχάσαμε,

ο αέρας μυρίζει παλιούς μενεξέδες – το γέρικο νοσοκομείο

με τα μικρά κίτρινα φώτα του τη νύχτα μοιάζει

σα να’ ναι από μιαν άλλη εξωπραγματική ζωή – εκεί έζησα, άρρωστος

από χαμένες ευκαιρίες αιώνων,

όταν γύρισα σπίτι δεν ακούγονταν πια τ’ ανάλαφρα

βήματα των κοριτσιών ή των επισκεπτών το βράδυ.

Και κάθε φορά που έβαζα ένα δίσκο στο γραμμόφωνο,

καταλάβαινα ότι δεν ξαναρχίζει ποτέ κανείς δυο φορές

και μόνον ο χρόνος είναι γενναιόδωρος μοιράζοντας σε όλους τη σκοτεινή λησμοσύνη του – λοιπόν ποια πράξη μας βαρύνει την ημέρα της Κρίσεως;

Ποιος θα σηκωθεί να μας υπερασπιστεί ή έστω

να κάνει μια μικρή αναφορά στ΄όνομά μας;


Έρημα βράδια και νυχτερινοί δρόμοι που συναντήσαμε

τις σκιές εκείνων που τόσο θέλαμε να ξεχάσουμε!

Ώσπου στο τέλος κερδίζει μόνο όποιος χάνει :

πανάρχαιη, ανεξήγητη ανταμοιβή.

Έτσι, απόψε που σκοτείνιασε και δεν έχουμε πουθενά να

πάμε, ας κάνουμε ένα ταξίδι στα περασμένα –

τι θα βρούμε; άγνωστο.

Γι αυτό καλύτερα μην το διακινδυνεύσουμε,

ας γυρίσουμε προς τον τοίχο τις φωτογραφίες των νεκρών

κι ας κοιμηθούμε λίγο.

Αφού όλα είναι ανώφελα

κι εδώ που ζήσαμε θα κατοικήσει η λήθη.

10/5/25

Γυμνὸ σῶμα - Γιάννης Ρίτσος

 Εἶπε:

ψηφίζω τὸ γαλάζιο.

Ἐγὼ τὸ κόκκινο.

Κι ἐγώ.


Τὸ σῶμα σου ὡραῖο

Τὸ σῶμα σου ἀπέραντο.

Χάθηκα στὸ ἀπέραντο.


Διαστολὴ τῆς νύχτας.

Διαστολὴ τοῦ σώματος.

Συστολὴ τῆς ψυχῆς.


Ὅσο ἀπομακρύνεσαι

Σὲ πλησιάζω.


Ἕνα ἄστρο

ἔκαψε τὸ σπίτι μου.


Οἱ νύχτες μὲ στενεύουν

στὴν ἀπουσία σου.

Σὲ ἀναπνέω.


Ἡ γλῶσσα μου στὸ στόμα σου

ἡ γλῶσσα σου στὸ στόμα μου-

σκοτεινὸ δάσος.

Οἱ ξυλοκόποι χάθηκαν

καὶ τὰ πουλιά.


Ὅπου βρίσκεσαι

ὑπάρχω.


Τὰ χείλη μου

περιτρέχουν τ᾿ ἀφτί σου.


Τόσο μικρὸ καὶ τρυφερὸ

πῶς χωράει

ὅλη τὴ μουσική;


Ἡδονή-

πέρα ἀπ᾿ τὴ γέννηση,

πέρα ἀπ᾿ τὸ θάνατο.

Τελικὸ κι αἰώνιο

παρόν.


Ἀγγίζω τὰ δάχτυλα

τῶν ποδιῶν σου.

Τί ἀναρίθμητος ὀ κόσμος.


Μέσα σε λίγες νύχτες

πῶς πλάθεται καὶ καταρρέει

ὅλος ὁ κόσμος;


Ἡ γλῶσσα ἐγγίζει

βαθύτερα ἀπ᾿ τὰ δάχτυλα.

Ἑνώνεται.


Τώρα

μὲ τὴ δική σου ἀναπνοὴ

ρυθμίζεται τὸ βῆμα μου

κι ὁ σφυγμός μου.


Δυὸ μῆνες ποὺ δὲ σμίξαμε.

Ἕνας αἰῶνας

κι ἐννιὰ δευτερόλεπτα.


Τί νὰ τὰ κάνω τ᾿ ἄστρα

ἀφοῦ λείπεις;


Μὲ τὸ κόκκινο τοῦ αἵματος

εἶμαι.

Εἶμαι γιὰ σένα.

9/5/25

Από άλλη χώρα έρχεται - Μυρσίνη Γκανά

 Από άλλη χώρα έρχεται

εδώ, νομίζω,

η πεταλούδα που υφαίνει

το κουκούλι της

για χρόνια,

όχι στο στομάχι,

μα κάπου στο διάφραγμα κοντά

και περιμένει

να φανείς εσύ.

Το σκίζει τότε και απαλά

ανοίγει τα σκοτεινά φτερά της

και τα κινεί διστακτικά

για λίγο

και ύστερα κάθε φορά,

το κάθε βήμα σου

μια νότα καινούργια μουσική

ορίζει τον χορό της

και κάτω από το θρόισμα

εμείς.

3/5/25

Ἡ σονάτα τοῦ σεληνόφωτος - Γιάννης Ρίτσος

 Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

2/5/25

Πώς λέγεται - Μυρσίνη Γκανά

 Πώς λέγεται άραγε

στη γλώσσα αυτή

η αίσθηση

που έρχεται σαν όνειρο

στον ξύπνιο

πως είναι το σώμα σου

ατσάλινο,

μια μηχανή

που γουργουρίζει διαρκώς

και διατρέχει τα τοπία

και τους χρόνους

της ζωής σου

σαν σφαίρα αδέσποτη

ελεύθερου σκοπευτή,

και ποιον θα βρει

για να χωθεί στο σώμα του,

ν’ αφήσει τραύμα διαμπερές;

27/4/25

Σχήμα απουσίας XI - Γιάννης Ρίτσος

Ένα μικρό κορίτσι, ανύποπτα, νυχτώθηκε άξαφνα μέσα στη λύπη.

Τι 'ταν λοιπόν η ζωή; Κι αυτός ο πόνος; Κι η κραυγή τούτη;

Ήταν δικά του αυτά; Και περίμεναν πίσω απ΄ το γέλιο του

πανέτοιμα κι επίβουλα; Κι αυτά τ' αγαπημένα πρόσωπα

που έσκυβαν πάνω του, μακρινά κιόλας; Άνοιξε ήσυχα, λοιπόν,

την πόρτα ενός άστρου, μπήκε μέσα προφυλακτικά να μην ακούσουμε,

μα όλες τις νύχτες 'κείνη η πόρτα ανοιχτή

χτυπάει απ' τον αγέρα του μικρού λυγμού του. Κι ούτε μπόρεσε να

σηκωθεί πια να την κλείσει.

............... Ούτε μπορούμε (είναι μακριά) να την κλείσουμε. 

26/4/25

Σχήμα απουσίας IX - Γιάννης Ρίτσος

 - IX -

Ζει η απουσία λοιπόν, μαζί μας ή και μόνη της, τη ζωή της,

χειρονομεί αδιόρατα, σωπαίνει, φθείρεται, γερνάει

σαν ύπαρξη σωστή, με το βουβό χαμόγελο που ρυτιδώνει λίγο λίγο

το στόμα και τα μάτια, με το χρόνο το δικό μας μετρημένη,

χάνοντας χρώματα, πληθαίνοντας τη σκιά της -

ζει και γερνάει μαζί μας και χάνεται μαζί μας, κι απομένει σε ό,τι αφήνουμε.

Και πρέπει να προσέχουμε την κάθε κίνηση και σκέψη μας και λέξη

γιατί, για ό,τι γίνεται 'κείνο που λείπει,

φέρουμε τώρα, εμείς μονάχα, ακέρια την ευθύνη.