Ήμουν τόσο λυπημένος,
που οι άγγελοι μου τραγουδούσαν στον ουρανό,
άρχιζα τότε να τραγουδάω κι εγώ
για να μην καταλάβουν οι γείτονες,
έτσι απέκτησα τη φήμη ξένοιαστου ανθρώπου
εξάλλου ο ρόλος μου πάντα ήταν να κρατάω ξύπνιο αυτό
το ηλίθιο φάντασμα μιας παλιάς ευτυχίας,
και καμιά φορά η μητέρα με ρωτούσε δακρυσμένη
“γιατί σ’ αρέσει να ταπεινώνεσαι;”
“θέλω να καταλάβω, μητέρα“.
Και κάθε τόσο απ’ το μεγάλο ρολόι του τοίχου
ακούγονταν οι θλιβεροί ήχοι των επιζώντων
στο ίδιο σπίτι μέναμε πολλοί:
ο γέρος με το φλάουτο
ένας τρελός χωρίς ηλικία
ένα φάντασμα απ’ την Οδησσό
εγώ με τα χειρόγραφά μου εγκαταλελειμμένα στον
ουρανό –
τ’ απογεύματα κάθομαι στο παράθυρο και κοιτάζω
ν’ ανάβουν ένα ένα τ’ άστρα
έτσι έμαθα την πικρή μοίρα των θνητών.
Μεγάλα όνειρα της νιότης μας, δεν
πραγματοποιηθήκατε ποτέ
όμως εσείς είναι που δώσατε αυτό το βάθος στη ματαιότητα,
ενώ η μητέρα κλειδωνόταν στην κάμαρα κι έκλαιγε σιωπηλά –
νευρασθένεια, έλεγαν οι γιατροί, όμως εγώ ήξερα ότι
είχαν περάσει τα χρόνια
κι έπρεπε τώρα να κλάψει και για εκείνα που δεν έγιναν ποτέ
κι ίσως αυτά να ήταν η αληθινή ζωή μας.
Αλλά κι όταν τελειώνει η μέρα, γίνεται άξαφνα μια
παράξενη ησυχία από πολλά πράγματα που ξεχάσαμε,
ο αέρας μυρίζει παλιούς μενεξέδες – το γέρικο νοσοκομείο
με τα μικρά κίτρινα φώτα του τη νύχτα μοιάζει
σα να’ ναι από μιαν άλλη εξωπραγματική ζωή – εκεί έζησα, άρρωστος
από χαμένες ευκαιρίες αιώνων,
όταν γύρισα σπίτι δεν ακούγονταν πια τ’ ανάλαφρα
βήματα των κοριτσιών ή των επισκεπτών το βράδυ.
Και κάθε φορά που έβαζα ένα δίσκο στο γραμμόφωνο,
καταλάβαινα ότι δεν ξαναρχίζει ποτέ κανείς δυο φορές
και μόνον ο χρόνος είναι γενναιόδωρος μοιράζοντας σε όλους τη σκοτεινή λησμοσύνη του – λοιπόν ποια πράξη μας βαρύνει την ημέρα της Κρίσεως;
Ποιος θα σηκωθεί να μας υπερασπιστεί ή έστω
να κάνει μια μικρή αναφορά στ΄όνομά μας;
Έρημα βράδια και νυχτερινοί δρόμοι που συναντήσαμε
τις σκιές εκείνων που τόσο θέλαμε να ξεχάσουμε!
Ώσπου στο τέλος κερδίζει μόνο όποιος χάνει :
πανάρχαιη, ανεξήγητη ανταμοιβή.
Έτσι, απόψε που σκοτείνιασε και δεν έχουμε πουθενά να
πάμε, ας κάνουμε ένα ταξίδι στα περασμένα –
τι θα βρούμε; άγνωστο.
Γι αυτό καλύτερα μην το διακινδυνεύσουμε,
ας γυρίσουμε προς τον τοίχο τις φωτογραφίες των νεκρών
κι ας κοιμηθούμε λίγο.
Αφού όλα είναι ανώφελα
κι εδώ που ζήσαμε θα κατοικήσει η λήθη.