12/10/24

Φυγή - Γιώργος Σεφέρης

 Δὲν ἦταν ἄλλη ἡ ἀγάπη μας

ἔφευγε ξαναγύριζε καὶ μᾶς ἔφερνε

ἕνα χαμηλωμένο βλέφαρο πολὺ μακρινὸ

ἕνα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο

μέσα στὸ πρωινὸ χορτάρι

ἕνα παράξενο κοχύλι ποὺ δοκίμαζε

νὰ τὸ ἐξηγήσει ἐπίμονα ἡ ψυχή μας.


Ἡ ἀγάπη μας δὲν ἦταν ἄλλη ψηλαφοῦσε

σιγὰ μέσα στὰ πράγματα ποὺ μᾶς τριγύριζαν

νὰ ἐξηγήσει γιατί δὲ θέλουμε νὰ πεθάνουμε

μὲ τόσο πάθος.


Κι ἂν κρατηθήκαμε ἀπὸ λαγόνια κι ἂν ἀγκαλιάσαμε

μ᾿ ὅλη τὴ δύναμή μας ἄλλους αὐχένες

κι ἂν σμίξαμε τὴν ἀνάσα μας μὲ τὴν ἀνάσα

ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου

κι ἂν κλείσαμε τὰ μάτια μας, δὲν ἦταν ἄλλη

μονάχα αὐτὸς ὁ βαθύτερος καημὸς νὰ κρατηθοῦμε

μέσα στὴ φυγή.

5/10/24

Τὸ Σῶμα - Γιώργος Σεφέρης

 Τοῦτο τὸ σῶμα ποὺ ἔλπιζε σὰν τὸ κλωνὶ ν᾿ ἀνθίσει

καὶ νὰ καρπίσει καὶ στὴν παγωνιὰ νὰ γίνει αὐλὸς

ἡ φαντασία τὸ βύθισε σ᾿ ἕνα βουερὸ μελίσσι

γιὰ νὰ περνᾶ καὶ νὰ τὸ βασανίζει ὁ μουσικὸς καιρός.



15/9/24

Οι αποδημητικές καλημέρες - Κική Δημουλά

 Ἄρχισε ψύχρα.

Τὸ γύρισε ὁ καιρὸς σὲ ἀναχώρηση.


Ἡ πρώτη μέρα τοῦ Σεπτέμβρη

ξοδεύτηκε σὲ κάποια ὑδρορροή.

Ὡς χθὲς ἀκόμα ὅλα ἔρχονταν.

Ζέστες, ἡ διάθεση γιὰ φῶς,

λόγια, πουλιά,

πλαστογραφία ζωῆς.

Γονιμοποιοῦνταν κάθε βράδυ τὰ φεγγάρια,

πολλοὶ διάττοντες ἔρωτες

ἦρθαν στὸν κόσμο τὸν περασμένο μήνα.

Τώρα ἡ γνωστὴ ψύχρα

κι ὅλα νὰ φεύγουν.


Ζέστες, πουλιά, ἡ διάθεση γιὰ φῶς.


Φεύγουν τὰ πουλιά, ἀκολουθοῦν τὰ λόγια

ἡ μία ἐρήμωση τραβάει πίσω τῆς τὴν ἄλλη

μὲ λύπη αὐτοδίδακτη.

Ἤδη ἀποσυνδέθηκε τὸ φῶς ἀπὸ τὴν ἐπανάπαυση

κι ἀπὸ τὶς καλημέρες σου.

Τὰ παράθυρα ἐνδίδουν.

Τὸ χέρι τοῦ μεταβλητοῦ κλείνει τὰ τζάμια,

ἄλλοι λὲν ὡς τὴν ἄνοιξη,

ἄλλοι φοβοῦνται διὰ βίου.


Κι ἐσὺ τί κάθεσαι;

Καιρὸς νὰ μπεῖς κι ἐσὺ στὰ ἀλλαγμένα.

Νὰ γίνεις ὅτι ἀναρωτιόμουν πέρυσι:

«ποιὸς ξέρει τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο;».

Καιρὸς νὰ γίνεις «τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο».

Ἄρχισε ψύχρα.

Ρῖξε στὴν πλάτη σου ἕνα ροῦχο ἀποδημίας.

1/9/24

Η ατελής προδοσία - Κική Δημουλά

 «Έχω συλλάβει την καλύτερη μορφή προδοσίας, η οποία είναι να πάψεις να αγαπάς κάποιον χωρίς αυτός να το ξέρει. Αυτό για μένα είναι υψίστης μορφής προδοσία. Η απιστία είναι κάτι πολύ εύκολο. Μπορείς να απιστήσεις και να εξακολουθείς να αγαπάς κάποιον. Το να πάψεις να αγαπάς όμως έναν άνθρωπο από το ένα βράδυ στο άλλο και να μην το γνωρίζει και να νομίζει ότι τον αγαπάς, είναι μια δεύτερη Μήδεια. Η προδοσία αυτή οφείλεται στην υπερβολική προσφορά του ενός προς τον άλλο και είναι από τις πιο φοβισμένες και σπασμωδικές ενέργειες της αυτοσυντήρησης. Είναι στη φύση μας. Διαφέρει, ευτυχώς, ως προς το βαθμό της. Από την άλλη, το να του το πεις μοιάζει με καθαρή εκδίκηση. «Στο λέω και σε τιμωρώ». Το κέρδος της προδοσίας αυτό είναι δικό σου όλο».

11/8/24

Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης - Οδυσσέας Ελύτης

 βαμμένη ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τὸν ἥλιου

Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια

Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τὸν ἥλιου στὸ κορμὶ - τί γύρευα

Βαθιὰ στὶς θαλασσοσπηλιὲς μὲς στὰ εὐρύχωρα ὄνειρα

Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος;

Ἄγνωστος καὶ γλαυκὸς χαράζοντας στὰ στήθια μου

τὸ πελαγίσιο του ἔμβλημα.

Μὲ τὴν ἄμμο στὰ δάχτυλα ἔκλεινα τὰ δάχτυλα

Μὲ τὴν ἄμμο στὰ μάτια ἔσφιγγα τὰ δάχτυλα

Ἦταν ἡ ὀδύνη


Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωθα πρώτη

φορᾶ τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου.

Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα σου πηλὸ κι ἁμαρτία

Ὅπως τὴν πρώτη μέρα μας στὴ γῆ.

Γιόρταζαν οἱ ἀμαρυλλίδες - Μὰ θυμᾶμαι πόνεσες

Ἤτανε μία βαθιὰ δαγκωματιὰ στὰ χείλια

Μία βαθιὰ νυχιὰ στὸ δέρμα κατὰ κεῖ ποὺ

χαράζεται παντοτινὰ ὁ χρόνος.


Σ᾿ ἄφησα τότες

Καὶ μία βουερὴ πνοὴ σήκωσε τ᾿ ἄσπρα σπίτια

Τ᾿ ἄσπρα αἰσθήματα φρεσκοπλυμένα ἐπάνω

Στὸν οὐρανὸ ποὺ φώτιζε μ᾿ ἕνα μειδίαμα.

Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό

Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει

Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας

Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο.


(Προσανατολισμοί)

 ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

4/8/24

Χωρίς να σε βλέπω - Τίτος Πατρίκιος

 Χωρίς να σε βλέπω χωρίς να σου μιλάω

χωρίς ν’ αγγίζω ούτε μια σκιά απ’ το βήμα σου

χωρίς – πόσο γυμνός ακόμα θα ‘θελες να μείνω;

Μη με πιστεύεις, σε τίποτα μη με πιστέψεις.

Κι όταν εντάσσω τις στιγμές στα σίγουρα σχήματά μου

όταν ανασκευάζω το χαμόγελό σου

όταν αποκαλώ την ομορφιά φθαρτό περίβλημα

μη με πιστεύεις – κι όμως σου λέω την αλήθεια.

Δεν την αντέχω αυτή τη μάταια ελπίδα

να επιζώ σε μια τυχαία σου σκέψη

μα κάθε βράδυ τη ζεσταίνω απ’ την αρχή.

31/7/24

Κυκλικό - Τίτος Πατρίκιος

 Άραγε πώς γεννιέται 

από ένα τίποτα η επιθυμία;


Πώς η επιθυμία γίνεται έρωτας, 

ο έρωτας πώς αλλάζει 

σε μακρινή ανάμνηση; 


Άραγε πώς μπορεί 

η ανάμνηση να σβήνει 

μες στο τίποτα;