Σπασμένες μέσα μου εἰκόνες ἀνταπόκρισης,
ρήμαγμα μέσα σὲ ξένες ἀγκαλιές,
ἀπελπισμένο κρέμασμα ἀπὸ λαγόνια ξένα.
Πέσιμο ἐκεῖ ποὺ μοναχὰ ἡ μοναξιὰ ὁδηγεῖ:
νὰ ὑποτάξω ἀκόμη καὶ τὸ πνεῦμα μου,
νὰ τὸ προσφέρω σὰν τὴν ἔσχατη ὑποταγή.
η ζωή ειναι ενα χαος ταξη δεν υπαρχει μονο αταξια και ανυπαρξια
Σπασμένες μέσα μου εἰκόνες ἀνταπόκρισης,
ρήμαγμα μέσα σὲ ξένες ἀγκαλιές,
ἀπελπισμένο κρέμασμα ἀπὸ λαγόνια ξένα.
Πέσιμο ἐκεῖ ποὺ μοναχὰ ἡ μοναξιὰ ὁδηγεῖ:
νὰ ὑποτάξω ἀκόμη καὶ τὸ πνεῦμα μου,
νὰ τὸ προσφέρω σὰν τὴν ἔσχατη ὑποταγή.
Μου σφίγγει ο καϋμός, ̓σα’ θηλειά το λαιμό
Και μέσ’ ̓ς την καρδιά με δαγκώνει ̓σα’ φείδι.
Παράξενο θέλω να αρχίσω ταξείδι,
Χωρίς, μα χωρίς τελειωμό.
Το δρόμο μ’ αργά να τραβώ, να τραβώ,
Αλλά πουθενά και ποτέ να μη στέκω,
Ψυχή να μη βρίσκω, ή πάντα να μπλέκω,
Με κόσμο τυφλό και βουβό.
Να νοιώθω τριγύρω πλατειά ερημιά,
Κλεισμένα τα σπίτια, τα ντζάκια σβυσμένα,
Ψηλά να μη φέγγη αστέρι κανένα,
Και κάτου γυναίκα καμμιά.
Αι!ίσως σε τέτοιο ταξείδι αν ̓βρεθώ,
Ατέλειωτο, έρμο, ̓σ αγνώριστη χώρα,
Δε ̓ θαχω περίσσια λαχτάρα ̓σαν τώρα,
Αγάπη από σέ να χαθώ!
Απρίλιος ~ 1883
Κι ακόμη τρέμουν οι καρδιές μας μέσα – μέσα
Γιατί βαθειά μας ξύπνησαν τ’ αρχαία τρεχάματά μας.
Και ξεφυλλίζουνε τα φύλλα
Πάρα πολλών ετών
Ίσως γι’ αυτό δεν ανεβήκαμε στη γέφυρα των άλλων,
Μα πέσαμε στα κύματα και γίναμε ένα
Με την δική τους έκτασι και το δικό τους βάθος…
Κ’ έτσι,
Όσο κι αν τύχη να μεταβληθούνε τα χαράματα,
Όσο κι αν τύχη να τροποποιηθούνε τα καράβια,
Πάνω γραμμή,
Κάτω γραμμή,
Θα τρέχουνε τα κύματα,
Θα τρέχω με τα κύματα,
Θα τρέχουμε τα κύματα,
Όποια κι αν είναι εμπρός μας τα λιμάνια.
Από την ποιητική συλλογή «Οι κύκλοι του ζωδιακού»
Εκδόσεις Άγρα ~ 2018
Ανδρέας Εμπειρίκος
Τώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε
τις κουρτίνες
γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τι κάναμε στη ζωή μας;
Ποιοι είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ;
Καιρό τώρα δεν χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει
αιώνες να φανεί. Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα
που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου. Κι αν έχασα τη ζωή μου
την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα
χτες ή ένα αύριο
όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας
γιατί θυμάμαι. Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν’ αφήσουν διεύθυνση,
πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση
κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν
ν’αγαπήσουν.
Ώσπου στο τέλος δεν μένει παρά μια θολή ανάμνηση από το παρελθον
(πότε ζήσαμε;)
και κάθε που έρχεται η άνοιξη κλαίω γιατί σε λίγο θα φύγουμε και
κανείς δεν θα μας θυμηθεί.
Τάσος Λειβαδίτης
~ Τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου
Εκδόσεις Κέδρος-2003.
Αἰσθάνομαι μόνος
ἀφοῦ δὲν ἔχει δεύτερη ζωὴ ν᾿ ἀλλάξουμε
καὶ τὸ φεγγάρι ταξιδεύει πάντα ἴδιο.
Σύντροφε οὐρανὲ
ἄλλοτε ἡ ἐλπίδα φεγγοβολοῦσε στὰ χέρια
κοιτάζω τὸ σῶμα βρίσκω τ᾿ ὄνειρο
πάει κ᾿ ἡ ἀγάπη
χάνεται
σὰν τὸ νερὸ στὴν πέτρα.
Τί εἶναι πιὰ ἕνα δέντρο τί εἶναι τ᾿ ἀσημένια φύλλα;
Μέσ᾿ στὴν ὁρμὴ τῆς ἐρημιᾶς γινόμαστε διάφανοι.
Tyger Tyger, burning bright,
In the forests of the night;
What immortal hand or eye,
Could frame thy fearful symmetry?
In what distant deeps or skies.
Burnt the fire of thine eyes?
On what wings dare he aspire?
What the hand, dare seize the fire?
And what shoulder, & what art,
Could twist the sinews of thy heart?
And when thy heart began to beat.
What dread hand? & what dread feet?
What the hammer? what the chain,
In what furnace was thy brain?
What the anvil? what dread grasp.
Dare its deadly terrors clasp?
When the stars threw down their spears
And water'd heaven with their tears:
Did he smile his work to see?
Did he who made the Lamb make thee?
Tyger Tyger burning bright,
In the forests of the night:
What immortal hand or eye,
Dare frame thy fearful symmetry?