Κ᾿ εἶνε καιρὸς νὰ φύγουμε γιὰ πέρα.
Δυὸ μῆνες ἐπεράσαμε ἔτσι ἄσκοπα
ἂν κ᾿ εἴχαμε πολλὲς ἰδέες στὸ νοῦ μας.
Ἐκεῖνα ποὺ σκεφθήκαμε δὲν κάναμε
καὶ πάντα τ᾿ ἀναβάλαμε γιὰ τ᾿ αὔριο
γιὰ κάποιαν κάθε μέρα γράμμα ἐγράφαμε
ποὺ ὅμως αὐτὴ δὲν τόλαβεν ἀκόμα.
Σὲ ναυτικὲς ταβέρνες ἐκαθήσαμε
σὲ γέρους πλάϊ ποὺ λέγαν ἱστορίες
καὶ ποὺ συχνά, σιγὰ μᾶς ἐσυμβούλευαν
μὲ λόγια ποὺ πιὰ τἄχαμε ξεχάσει.
Σὲ πανηγύρια πήγαμε χωριάτικα
ψηλὰ σὲ ρημοκλήσια γκρεμισμένα
κι ἐπιάσαμε μαντήλι καὶ χορέψαμε
μὲ παληκάρια, καὶ παιδοῦλες νιές.
Πολλὲς φορὲς τ᾿ ἀγέρι μᾶς ἐκοίμισε
μέσα σὲ βάρκα ... κάτω ἀπ᾿ ἕνα δέντρο
κι ἐκάναμ᾿ ἕναν ὕπνο τόσον ἥσυχο
ἔτσι μακρὺ ... σὰ νἄχαμε πεθάνει ...
Καὶ τ᾿ αὔριο ποτὲ δὲν ἐσκεφθήκαμε
οὔτε καὶ τὴν ἡμέρα τῆς φυγῆς μας.
... Τώρα τὸ πλοῖο μᾶς παίρνει. Πέρα τὸ ἄγνωστο
ἢ τρικυμίες!, οἱ μπόρες! ...
13.09.1928
ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΛΧΑΛΑΣ
Ανένταχτα
1928
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου